- μετριοπαγής
- μετριοπαγής, -ές (Α)αυτός που έχει παγώσει μετρίως, που δεν έχει παγώσει τελείως.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτριος + -παγής (< θ. παγ-, πρβλ. ἐ-πάγ-ην τού πήγνυμι), πρβλ. δροσο-παγής, χρυσο-παγής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μετριοπαγές — μετριοπαγής moderately thick masc/fem voc sg μετριοπαγής moderately thick neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)